Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) το νοικοκυριό 2) (

  • 1 νοικοκυριό

    [никокирьё] ουσ. о. домашнее хозяйство,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νοικοκυριό

  • 2 хозяйство

    ουδ.
    1. οικονομία•

    капиталистическое хозяйство καπιταλιστική οικονομία•

    социалистическое хозяйство σοσιαλιστική οικονομία•

    народное хозяйство λαϊκή οικονομία•

    сельское хозяйство αγροτική οικονομία.

    2. το νοικοκυριό, τα οικιακά ή άλλα είδη•

    у соседки хозяйство полное хозяйство η γειτόνισσα έχει όλο το νοικοκυριό.

    || οικονομικό νοικοκυριό•

    одноличное хозяйство ατομικό νοικοκυριό•

    мелкокрестьянские -а τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά•

    колхозное хозяйство το κολχόζνικο•

    моё ικοκυρ ιο.

    Большой русско-греческий словарь > хозяйство

  • 3 хозяйство

    хозяйство
    с
    1. ἡ οίκονομία:
    мировое \хозяйство ἡ παγκόσμια οίκονομία· плановое \хозяйство ἡ σχεδιασμένη οίκονομία· народное \хозяйство ἡ ἐθνική (или ἡ λαϊκή) οίκονομία· сельское \хозяйство ἡ ἀγροτική οίκονομία· натуральное \хозяйство ἡ φυσική οίκονομία· зерновое \хозяйство ἡ καλλιέργεια σιτηρών
    2. (домашнее) τό νοικοκυριό·
    3. (в деревне) τό ἀγροτικό νοικοκυριό,· ἡ ἀγροτική ἰδιοκτησία:
    единоличное \хозяйство τό ἀτομικό νοικοκυριό· коллективное \хозяйство ὁ συνεταιρισμός, τό κολχόζ·
    4. (инвентарь) τά ἐργαλεία, τά ἐξαρτήματα, τά σύνεργα:
    \хозяйство артели τά σύνεργα τοῦ συνεταιρισμοί).

    Русско-новогреческий словарь > хозяйство

  • 4 подворный

    επ. παλ. κατά νοικοκυριό•

    -ая перепись καταγραφή κατά νοικοκυριό•

    подворный ая подать δόσιμο (φόρος) κατά νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > подворный

  • 5 домашний

    домашний 1) οικιακός, σπιτίσιος σπιτικός \домашний обед το σπιτίσιο φαγητό' — телефон (адрес) το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού \домашнийее хозяйство το νοικοκυριό \домашнийие дела τα οικιακά 2) (приручённый ) κατοικίδιος
    * * *
    1) οικιακός, σπιτίσιος; σπιτικός

    дома́шний обе́д — το σπιτίσιο φαγητό

    дома́шний телефо́н (ад́рес) — το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού

    дома́шнее хозя́йство — το νοικοκυριό

    дома́шние дела́ — τα οικιακά

    2) ( приручённый) κατοικίδιος

    Русско-греческий словарь > домашний

  • 6 хозяйничать

    хозяйничать 1) (по дому ) κρατώ το νοικοκυριό 2) (распоряжаться) διαχειρίζομαι, διοικώ, διαφεντεύω
    * * *
    1) ( по дому) κρατώ το νοικοκυριό
    2) ( распоряжаться) διαχειρίζομαι, διοικώ, διαφεντεύω

    Русско-греческий словарь > хозяйничать

  • 7 хозяйство

    хозяйство с 1) (домашнее ) το νοικοκυριό 2) (экономика) η οικονομία; народное \хозяйство η εθνική οικονομία; сельское \хозяйство η αγροτική οικονομία
    * * *
    с
    1) ( домашнее) το νοικοκυριό
    2) ( экономи-ка) η οικονομία

    наро́дное хозя́йство — η εθνική οικονομία

    се́льское хозя́йство — η αγροτική οικονομία

    Русско-греческий словарь > хозяйство

  • 8 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 9 домашний

    -яя, -ее, επ.
    1. σπιτίσιος, σπιτικός, οικιακός, οικείος•

    домашний телефон τηλέφωνο του σπιτιού•

    домашний адрес η διεύθυνση του σπιτιού•

    -ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγματα του σπιτιού•

    -яя хозяйка οικοκυρά, νοικοκυρά•

    -ие туфли παντόφλες•

    домашний обед σπιτίσιο φαγητό•

    -ее воспитание ; διαπαιδαγώγηση στο σπίτι•

    домашний быт το νοικοκυριό, οικοσκευές•

    домашний врач οικογενειακός γιατρός•

    -яя жизнь οικιακή ζωή•

    по -им обстоятельствам για οικογενειακές υποθέσεις•

    домашний арест ο κατ' οίκον περιορισμός•

    -ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες.

    2. κατοικίδιος, ήμερος•

    -ие животные κατοικίδια ζώα•

    -яя птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά•

    -ие голубы τα ήμερα περιστέρια.

    3. σπιτίσιος, δικός, οικείος•

    домашний че-ловк δικός άνθρωπος.

    4. ουσ. πλθ. -ие οι σπιτίσιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > домашний

  • 10 обзавести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. обза-вл, -ела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. обзавдший,
    επίρ. μτχ. обзаведя ρ.σ.μ. με οργν. παλ. εξασφαλίζω με τα απαραίτητα εφοδιάζω, προμηθεύω νοικοκυρεύω•

    обзавести хозяйством φτιάχνω το νοικοκυριό μου.

    εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι τα προς του ζειν, για το νοικοκυριό. || αποκτώ, δημιουργώ (οικογένεια, φίλους κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > обзавести

  • 11 ферма

    θ.
    παραγωγικό νοικοκυριό στα κολχόζ, σοβχόζ•

    коневодческая ферма ιπποτροφείο, ιπποφορβείο•

    βλ. птицеферма; молочная ферма γαλακτοπαραγωγικό νοικοκυριό. || παλ. αγροικία, αγρόκτημα.
    θ. (τεχ.) το ζευκτό.

    Большой русско-греческий словарь > ферма

  • 12 вести

    вести́
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:
    \вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:
    \вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·
    3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:
    \вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·
    4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:
    \вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·
    5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:
    \вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·
    6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:
    дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·
    7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:
    это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > вести

  • 13 двор

    двор
    я
    1. ἡ αὐλή, τό προαύλιο[ν], ὁ περίβολος:
    задний \двор ἡ πίσω αὐλή, τό ὀπισθαύλιο· проходной \двор ἡ ἀνοιχτή αὐλή·
    2. эк. (крестьянское хозяйство) τό ἀγροτικό[ν] νοικοκυριό:
    деревня в сто \дворо́в χωριό μ' ἐκατό σπίτια, χωριό μ' ἐκατό νοικοκυριά·
    3. (царский) ἡ αὐλή· ◊ постоялый \двор уст. τό χάνι, τό πανδοχείο· монетный \двор τό νομισματοκοπείο· птичий \двор τό κοτέτσι, ὁ ὀρνιθώνας· скотный \двор а) ὁ σταΰλος, τό ἀχοῦρι, б) τό βουστάσιο (коровник)· на \дворе́ (на улице) ἔξω· весна на \дворе Εφτασε ἡ ἀνοιξη· на \дворе мороз ἔξω κάνει παγωνιά· у него́ ни кола ни\двора εἶναι ἀστεγος, δέν ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίναν быть (прийтись) не ко \двору́ δέν ταιριάζω.

    Русско-новогреческий словарь > двор

  • 14 дом

    дом
    м
    1. (здание) τό σπίτι, ἡ οίκία, τό κτίριο[ν]:
    жило́й \дом ἡ κατοικία· многоквартирный \дом ἡ πολυκατοικία· многоэтажный \дом τό πολυόροφο σπίτι·
    2. (жилье, квартира) ἡ κατοικία, τό σπίτι, τό διαμέρισμα:
    и́з \дому ἀπό τό σπίτι· доставка на \дом ἡ διανομή κατ' οίκον
    3. (семья, хозяйство) τό σπίτι, τό σπιτικό, ἡ ἐστία, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμιλιά:
    хозяин \дома ὁ οίκοδεσπότης, ὁ νοικοκύρης τοδ σπιτιού· хлопотать по \дому ἀσχολούμαι με τό νοικοκυριό·
    4. (клуб) τό σπίτι, ἡ στέγη, ὁ οίκος:
    \дом ученых ὁ οίκος τοῦ ἐπιστήμονα· \дом культуры τό σπίτι τοῦ πολιτισμοὔ \дом пионеров τό σπίτι τῶν πιονιέρων· \дом отдыха τό σπίτι ἀνάπαυσης· Родильный \дом τό μαιευτήριο· детский \дом τό παιδικό ἀσυλο, τό ὀρφανοτροφείο[ν]· (заведение, предприятие) уст.:
    торговый \дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \дом умалишенных τό φρενοκομείο, τό ψυχιατρείο· исправительный \дом τό σωφρονιστήριο·
    6. (династия) ὁ βασιλικός οίκος· ◊ ночлежный \дом τό πανδοχείο, τό νυκτερινό ἄσυλο· публичный \дом τό χαμαιτυπεῖο, τό πορνείο· работать на \дому́ ἐργάζομαι στό σπίτι· разойтись по \дома́м πηγαίνετε στά σπίτια σας· вне \дома ἔξωἀπό τό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > дом

  • 15 домашний

    домашн||ий
    1. прил οἰκιακός, σπιτικός, σπιτίσιος:
    \домашнийее хозяйство τό νοικοκυριό· \домашний телефон τηλέφωνο τοῦ σπιτιού· \домашний адрес ἡ διεύθυνση τοῦ σπιτιού· \домашнийяя хозяйка ἡ νοικοκυρά, ἡ οίκοκυρά· \домашнийяя работница ἡ ὑπηρέτρια· \домашнийие ту́фли οἱ παντόφλες, οἱ παντούφλες· \домашний костюм τό ρούχο τοῦ σπιτιοῦ· \домашний арест ὁ περιορισμός· в \домашнийей обстановке στό περιβάλλον τοῦ σπιτιού· одетый по-\домашнийему μέ τά ρούχα τοῦ σπιτιοῦ·
    2. прил (прирученный, не дикий) κατοικίδιος, οἰκιακός:
    \домашнийее животное τό οἰκιακό ζῶο· \домашнийяя птица τά πουλερικά·
    3. прил (приготовленный дома, не покупной) σπιτίσιος / οίκότευκτος (самодельный):
    \домашнийие обеды τά σπιτίσια φαγητά· \домашний хлеб τό σπιτίσιο ψωμἴ
    4. \домашнийие мн. (семья) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμελιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > домашний

  • 16 заниматься

    заниматься I
    несов
    1. (чем-л.) ἀσχολούμαι:
    \заниматься спортом κάνω σπορ, ἀσχολούμαι μέ τόν ἀθλητισμό· \заниматься домашним хозяйством ἀσχολούμαι μέ τό νοικοκυριό·
    2. (учиться) σπουδάζω, μελετώ:
    \заниматься медициной σπουδάζω ἱατρική·
    3. (с кем-либо) παραδίδω μαθήματα.
    заниматься II
    несов
    1. (загораться) παίρνω φωτιά:
    огонь \заниматьсяется ἡ φωτιά ἄναψε·
    2. (забрезжить) χαράζω, σκάζω:
    заря \заниматьсяется χαράζει ἡ αὐγή.

    Русско-новогреческий словарь > заниматься

  • 17 запускать

    запускать I
    несов, разг
    1. (бросать с силой) ρίχνω, ἐκοφένδονίζω, ἐκτοξεύω, ἐξαπολύω:
    \запускать камнем в окно́ ρίχνω πέτρα στό παράθυρο· \запускать спу́тник (ракету) ἐξαπολύω (или ἐκτοξεύω) δορυφόρο (πύραυλο)·
    2. (засовывать) χώνω:
    \запускать ру́ку в карман χώνω τό χέρι στήν τσέπη.
    запускать II
    несов (переставать за-ботиться) ἀμελώ, παραμελώ, παρατάω, ἐγκαταλείπω:
    \запускать хозяйство (болезнь) παραμελώ τό νοικοκυριό (τήν ἀρρώστια).

    Русско-новогреческий словарь > запускать

  • 18 коллективный

    коллекти́вн||ый
    прил συλλογικός, κολλεκ-τιβίστικος:
    \коллективныйый договор ἡ συλλογική σύμβαση· \коллективныйое хозяйство τό κολχόζ, τό κολλεκτιβίστικο νοικοκυριό· \коллективныйая безопасность ἡ συλλογική ἀσφάλεια.

    Русско-новогреческий словарь > коллективный

  • 19 крестьянский

    крестьян||ский
    прил ἀγροτικός:
    \крестьянскийское хозяйство, \крестьянскийский двор τό ἀγροτικό νοικοκυριό· \крестьянскийское движение τό ἀγροτικό κίνημα.

    Русско-новогреческий словарь > крестьянский

  • 20 маломощиый

    маломо́щи́||ый
    прил ὀλιγοδύναμος, μικρβς ἰσχύος / φτωχός (бедный):
    \маломощиыйое крестьянское хозяйство τό φτωχό ἀγροτικό νοικοκυριό· \маломощиый двигатель κινητήρας μικράς ίσχύος.

    Русско-новогреческий словарь > маломощиый

См. также в других словарях:

  • νοικοκυριό — και νοικοκεριό, το 1. το σύνολο τών επίπλων, σκευών και πραγμάτων που είναι απαραίτητα σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια 2. ο οίκος, το σπιτικό, η οικογένεια («άνοιξαν κι αυτοί το νοικοκυριό τους») 3. η φροντίδα για τα οικονομικά ή για τα… …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυριό — το 1. το σπιτικό, ο οίκος. 2. εποπτεία, επιστασία του σπιτιού: Δεν μπορεί να κάνει νοικοκυριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοικοκύρευτος — η, ο (για ανθρώπους) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης 3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του 4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος …   Dictionary of Greek

  • ενδομενία — ἐνδομενία και ἐνδομενεία και ἐνδυμενία, η (Α) τα πράγματα τού σπιτιού, το νοικοκυριό («τὴν μὲν ἐνδομενίαν... ἐκ τῶν οικιῶν... διήρπασαν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοδιοικώ — (Μ κακοδιοικῶ, έω) διοικώ άσχημα, διακυβερνώ με κακό τρόπο χώρα, δήμο, επιχείρηση, νοικοκυριό, κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κατούνα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 340 μ., 2.331 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 82 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • κολχόζ — Τύπος σοβιετικής γεωργικής συνεταιριστικής επιχείρησης, που κατείχε τα μέσα παραγωγής και δημιουργήθηκε στην ΕΣΣΔ μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Η λέξη προέρχεται από τη συντομογραφία Κολεκτίνοβγε Χοζιάιστβο. Βλ. λ. Σοβιετική Ένωση. * * * το… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»